- ζαμερίτας
- ζαμερίτας, α, ὁ, [dialect] Dor. word for μακαρίτης, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζαμερίτας — ζαμερίτας, ὁ (Α) (δωρ. λ.), βλ. μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. για το μακαρίτης*] … Dictionary of Greek